- σιλφιοφόρος
- σιλφιοφόροςbearing silphiummasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιλφιοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + φόρος*] … Dictionary of Greek
AXIRIS — Herodoto l. 4. ubi de Lalerpiciferae in Cyrenaica regionis situ, urbs est Cyrenensium, unde σιλφιοφόρος seu Laserpicifera inceperit. Α῎ξυλιν vocat Ptol. Vide Salmas. ad Solin. p. 369 … Hofmann J. Lexicon universale
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek